- φθόϊς
- -ϊος, ό, και αττ. τ. φθοΐς, -ΐδος, ή, και τ. ονομ. πληθ. φθοῑς Α1. είδος πίτας2. α) καταπότιοβ) χάπι που χρησιμοποιείται για απολύμανση με υποκαπνισμό3. ράβδος πολύτιμου μετάλλου4. φρ. «φθόϊς χρυσίου»(κατά τον Ησύχ.) σκόνη ή άμμος χρυσού5. είδος ομφαλωτής φιάλης.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει διάφορες σημ. Αρχικά η λ. φθοῖς / φθόϊς / φθοΐς χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει ένα είδος πίτας από υλικά τριμμένα, που προσφερόταν στους θεούς, αλλά απαντά και με σημ. «σκόνη, ψήγματα χρυσού που λειώνονται ξανά σε ενιαία μάζα», από όπου και η σημ. «μάζα μετάλλου» (πρβλ. και τις ανάλογες χρήσεις τού γαλλ. τ. gateau, καθώς και τον τ. πέλανορ «τετράχαλκον»: πελανός* «είδος πίτας»). Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο τ. συνδέεται με τη λ. φθόη* «φθορά, ελάττωση» (βλ. και λ. φθίνω), η οποία θα μπορούσε να ερμηνευθεί είτε με βάση το ότι η πίτα αυτή σιγοκαίγεται, δηλ. φθείρεται, ελαττώνεται στη φωτιά τού βωμού, είτε με βάση τον τρόπο παρασκευής της από υλικά αλεσμένα που έχουν μετατραπεί σε σκόνη και, επομένως, κατά μία έννοια, έχουν ελαττωθεί, έχουν φθαρεί. Παραμένει, ωστόσο, πιθανή και η περίπτωση να πρόκειται για δάνεια λ. Η λ. απαντά συνήθως ως αρσ. και σπανιότερα ως θηλ. και εμφανίζει στην αττ. κυρίως διάλεκτο την μονοσύλλαβη μορφή φθοῖς, χρησιμοποιούνται, όμως, και οι τ. φθόϊς και φθοΐς (πρβλ. και τον λατ. τ. τής αφαιρετικής πληθ. pthoibus, δάνειο από την Ελληνική, όπου η γρφ. -οι- οδηγεί σε ελλ. τ. φθοΐς / φθόϊς). Τέλος, η λ. εμφανίζει και στην κλίση της ποικιλία τ. (πρβλ. αιτ. εν. φθόϊν και φθοΐδα, ονομ. πληθ. φθοῖς και φθοῖδες ήφθοΐδες κ.λπ.)].
Dictionary of Greek. 2013.